καταδίκους

καταδίκους
κατάδικος
having judgement given against
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δεχάς — ( άδος), η (Α) 1. το δοχείο 2. ως κύρ. όν. Δεχάς οίκημα τών φυλακών τής Σπάρτης όπου κατά τον Πλούταρχο «θανατοῡσι τοὺς κατάδικους ἀποπνίγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Πυθαγόρα πρόκειται για λ. που πλάστηκε για να ετυμολογηθεί το δεκάς*] …   Dictionary of Greek

  • επίξηνον — ἐπίξηνον, τὸ (Α) 1. ξύλο πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας, επικόπανον* 2. το ξύλο που πάνω του ο δήμιος αποκεφάλιζε τους κατάδικους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λέξη τής οποίας το α’ συνθετικό είναι η πρόθεση επί, ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… …   Dictionary of Greek

  • ερμητάριον — ἑρμητάριον, τὸ (Μ) (κατά τον Κοραή), «τα στηλίδια, εις τα οποία προσδένοντες εξυλοκοπούσαν τους κατάδικους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το Ερμαί, τις στήλες με την κεφαλή τού Ερμή] …   Dictionary of Greek

  • κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”